οφθαλμιατρική

οφθαλμιατρική
Κλάδος της ιατρικής, ο οποίος ασχολείται με κάθε τι που αφορά το μάτι, με σκοπό να διατηρήσει την ανατομική και λειτουργική ακεραιότητά του. Από παθολογική άποψη, το οπτικό σύστημα πρέπει να εξετάζεται τόσο στο σύνολό του όσο και σε όλα τα επί μέρους τμήματα του, γιατί αλλοιώσεις αυτών μπορεί να οδηγήσουν άμεσα ή έμμεσα σε βλάβες της λειτουργίας της όρασης. Οι παθήσεις του οπτικού συστήματος μπορεί να διαιρεθούν σε δύο μεγάλες ομάδες, ανάλογα με το αν αφορούν βασικά όργανα της όρασης (οφθαλμικός βολβός, οπτικό κέντρο και οπτικές οδοί ως τα κέντρα της όρασης του φλοιού του εγκέφαλου) ή σε εξαρτήματα του ματιού (κόγχη, βλέφαρα, επιπεφυκώς, δακρυϊκός αδένας και δακρυϊκές οδοί, κινητικοί μύες κ.ά.). Κατά τις τελευταίες δεκαετίες σημειώθηκε μεγάλη πρόοδος της o., τόσο με την καλύτερη γνώση της ανατομικής του ματιού και των εξαρτημάτων του, όσο και με τη χρησιμοποίηση πολλών πολύτιμων φαρμάκων, όπως τα αντιβιοτικά και τα κορτικοστεροειδή, καθώς και με τη συνεχή βελτίωση της χειρουργικής τεχνικής. Σήμερα είναι δυνατό vα αντιμετωπιστούν επιτυχώς, με λεπτές χειρουργικές επεμβάσεις, παθήσεις του κερατοειδούς. Ένας ενδιαφέρων κλάδος της ο. είναι η μελέτη των συγγενών ανωμαλιών του ματιού και των εξαρτημάτων του. Συχνά είναι και τα τραύματα του ματιού –μηχανικά, χημικά, ηλεκτρικά, φυσικά– που πρέπει και αυτά να αντιμετωπίζονται από τον ειδικό οφθαλμίατρο. Συνοπτοφόρος (αμβλυοσκόπιο) για τη διάγνωση του στραβισμού και για την ανάπτυξη της αίσθησης του βάθους. Σχισμοειδής λυχνία, βιομικροσκόπιο για την εξέταση του μπροστινού τμήματος του ματιού. Λυχνία ή όργανο του Ουέρθ για την εξέταση της διοφθαλμικής όρασης. Πίνακες για την εξέταση της όρασης στους δαλτωνικούς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • οφθαλμιατρικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ιατρική τών οφθαλμών («οφθαλμιατρική κλινική») 2. το θηλ. ως ουσ. η οφθαλμιατρική κλάδος τής ιατρικής που ασχολείται με τη μελέτη τής λειτουργίας και τών παθήσεων τού ματιού καθώς και με τη θεραπεία τών… …   Dictionary of Greek

  • κηλίδα — Στίγμα, λεκές· μεταφορικά η λέξη σημαίνει την ατιμία ή το ηθικό στίγμα. (Αστρον.) Διάφορες περιοχές του Ήλιου, των πλανητών και των δορυφόρων, που είναι λιγότερο ανακλαστικές στο φως (ή, στην περίπτωση του Ήλιου, έχουν χαμηλότερη θερμοκρασία) και …   Dictionary of Greek

  • οφθαλμίατρος — ο, η γιατρός εξειδικευμένος στην οφθαλμιατρική, αλλ. οφθαλμολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < οφθαλμός + ιατρός. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Εστία] …   Dictionary of Greek

  • οφθαλμολογία — η η επιστήμη που ασχολείται με την ανατομική, τη φυσιολογία και τις παθήσεις τού οφθαλμικού βολβού και τών προσαρτημάτων του, δηλ. τών βλεφάρων, τών δακρυϊκών αδένων και τών δακρυϊκών, οδών, η οφθαλμιατρική. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ.… …   Dictionary of Greek

  • πρωταργόλη — Συνδυασμός πρωτεΐνης και αργύρου που χρησιμοποιείται ως φάρμακο. Είναι σκόνη πολύ λεπτή, κίτρινη και διαλύεται εύκολα στο νερό· περιέχει περίπου 8% άργυρο. Eίναι δραστικότατο αντισηπτικό, δεν ερεθίζει και χρησιμοποιείται στην οφθαλμιατρική,… …   Dictionary of Greek

  • σημειολογία — (Ιατρ.). Ο τομέας της ιατρικής που ασχολείται με τη μελέτη των σημείων (συμπτωμάτων), που επιτρέπουν τη διάγνωση των νόσων και των μεθόδων για την αποκάλυψη τους. Εκτός από τα σημεία των νόσων, μελετά και τα σημεία των φυσιολογικών λειτουργιών,… …   Dictionary of Greek

  • χειρουργική — Κλάδος της ιατρικής, ο οποίος ασχολείται με τις παθολογικές καταστάσεις και νόσους, που θεραπεύονται με μηχανικά κυρίως μέσα συνήθως με επεμβάσεις, στις οποίες χρησιμοποιούνται ειδικά εργαλεία. Η χ. υπήρξε ασφαλώς η πρώτη ιατρική του ανθρώπου, ο… …   Dictionary of Greek

  • ατροπίνη — Είναι το κύριο αλκαλοειδές που περιέχεται στην μπελαντόνα (atropa belladonna), φυτό ποώδες, αειθαλές, αυτοφυές στην κεντρική και νότια Ευρώπη. Η χαρακτηριστική φαρμακολογική ιδιότητα αυτής της ουσίας είναι ότι παρεμποδίζει την περιφερειακή… …   Dictionary of Greek

  • οφθαλμιατρικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ιατρική των ματιών. 2. ως ουσ., οφθαλμιατρική, η κλάδος της ιατρικής, για τα μάτια, αλλ. οφθαλμολογία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”